- σχοινοτενές
- σχοινοτενήςstretched out like a measuring linemasc/fem voc sgσχοινοτενήςstretched out like a measuring lineneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορδόνι — το 1. πλέγμα από κλωστές στριμμένες προς μια κατεύθυνση, σειρήτι, γαϊτάνι 2. σχοινί ή σχοινοτενές δέρμα για το δέσιμο τών παπουτσιών («λύθηκαν τα κορδόνια σου») 3. (ως επίρρ.) κατά σειρά 4. φρ. α) «η δουλειά πάει κορδόνι» η δουλειά προχωράει,… … Dictionary of Greek
πλατύνω — ΝΜΑ, πλαταίνω Ν [πλατύς] καθιστώ κάτι πλατύ ή πλατύτερο το επεκτείνω κατά πλάτος, φαρδαίνω (α. «πλαταίνουν τον δρόμο» β. «πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν», ΚΔ) νεοελλ. 1. (αμτβ.) γίνομαι πλατύς ή πλατύτερος απ ὁ,τι ήμουν, ευρύνομαι,… … Dictionary of Greek
σχοινοτενής — ές, ΝΑ μτφ. αυτός που έχει παραταθεί χρονικά ή που έχει πάρει μεγάλη έκταση και, ιδίως για λόγο, μακροσκελής, εκτενής, εκτεταμένος, διεξοδικός (α. «σχοινοτενής διάλεξη» β. «σχοινοτενής περίοδος λόγου» γ. «σχοινοτενῆ ᾄσματα», Φιλόστρ. δ.… … Dictionary of Greek
Αλεξιάς — Ιστορικό σύγγραμμα της Άννας Κομνηνής, το οποίο συμπληρώνει και συνεχίζει το ιστορικό έργο Ύλη Ιστορίας του Νικηφόρου Βρυέννιου και απαρτίζεται από 15 βιβλία που καλύπτουν το χρονικό διάστημα από το 1069 έως το 1118. Η Α. είναι αφιερωμένη στη ζωή … Dictionary of Greek